- ομφαλοτόμος
- -ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, -ον, Α και ὀμφαλοτόμος, -ον)νεοελλ.(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμοχειρουργικό εργαλείο για αποκοπή τού ομφάλιου λώρουμσν.-αρχ.αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώροαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφαλητόμος(ιων. λ.) μαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος. Το -η- τού τ. όμφαλητόμος για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.